νοίκι

νοίκι
loyer

Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Regardez d'autres dictionnaires:

  • νοίκι — το ενοίκιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἐνοίκιον, ουδ. τού επιθ. ἐνοίκιος, με σίγηση τού αρκτικού ε ] …   Dictionary of Greek

  • νοίκι — το ενοίκιο, μίσθωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναμισθωτής — ο θηλ. τρια 1. αυτός που δίνει ξανά κάτι με νοίκι: Ο αναμισθωτής ζητούσε τώρα μεγαλύτερο νοίκι. 2. αυτός που παίρνει ξανά κάτι με νοίκι: Ο αναμισθωτής ήθελε μικρή μονάχα παράταση της μίσθωσης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναμισθώνω — ωσα, ώθηκα, ωμένος 1. παίρνω κάτι ξανά με νοίκι, ξανανοικιάζω: Αποφάσισε να αναμισθώσει το σπίτι για τρία χρόνια. 2. δίνω κάτι ξανά με νοίκι, ξανανοικιάζω: Αναμίσθωσε το διαμέρισμα που είχε για δυο χρόνια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • -άτορας — κατάλ. αρσ. ουσιαστικών της μεσαιωνικής και κυρίως της νέας Ελληνικής με μικρή παραγωγικότητα. Η κατάλ. αυτή συνάπτεται τόσο με ουσιαστικά (πρβλ. άλογο αλογάτορας, μαγαζί μαγαζάτορας, αποστολή αποστολάτορας, παιγνίδι παιγνιδάτορας, νοίκι… …   Dictionary of Greek

  • -ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… …   Dictionary of Greek

  • ενοίκιο — και νοίκι, το (AM ως επίθ. ἐνοίκιος, ον) [ένοικος] 1. το τίμημα για την εγκατοίκηση ή τη χρήση οικήματος («ὤκει παρ ἑτέροις ἐνοίκιον οὐ πολὺ τελών», Πλούτ.) 2. μίσθωμα, τίμημα για ενοικίαση κάθε χώρου αρχ. 1. ως επίθ. ἐνοίκιος, ον αυτός που ζει… …   Dictionary of Greek

  • ενοικάρης — ο νοικάρης*. [ΕΤΥΜΟΛ. < (ε)νοίκι(ο) + άρης*] …   Dictionary of Greek

  • ενοικιακός — ἐνοικιακός και ἐνοικικός, ή, όν (Μ) [ενοίκιον] κατάλληλος για νοίκιασμα. επίρρ... ἐνοικικῶς με καταβολή ενοικίου, με νοίκι …   Dictionary of Greek

  • νοικάρης — ο, θηλ. νοικάρισσα ενοικιαστής. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοίκι + κατάλ. άρης (πρβλ. λυρ άρης)] …   Dictionary of Greek

  • νοικάτορας — ο ενοικιαστής, νοικάρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < νοίκι + κατάλ. άτορας (πρβ. μαγαζ άτορας, συμβουλ άτορας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”